μανοῦ

μανοῦ
μᾱνοῦ , μανός
loose
masc/neut gen sg
μανόω
make porous
pres imperat mp 2nd sg
μανόω
make porous
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μάνου, Ασπασία — (Αθήνα 1896 – Βενετία 1972). Μοργανατική σύζυγος του βασιλιά της Ελλάδας Αλέξανδρου (1917 20). Ήταν κόρη του Πέτρου Μάνου και ανιψιά του ποιητή και πολιτευτή Κωνσταντίνου Μάνου. Η Μ. παντρεύτηκε τον βασιλιά Αλέξανδρο το 1919, και από τον γάμο… …   Dictionary of Greek

  • Μάνου — Μάνης cup masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάνου — μάνης cup masc gen sg μανόω make porous pres imperat act 2nd sg μανόω make porous imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάνου, Ραλλού — (Αθήνα 1915 – 1987). Χορογράφος και καθηγήτρια χορού. Σπούδασε γυμναστική, χορό και ρυθμική στο Παρίσι, στο Μόναχο, στη Νέα Υόρκη και στην Αθήνα, κοντά στην Κούλα Πράτσικα, στη σχολή της οποίας δίδαξε μετά το 1937. Το 1941 ίδρυσε σχολή χορού και… …   Dictionary of Greek

  • Μάνου-Πασσά, Κατερίνα — (Αμάραντος Τρικάλων 1936 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία. Δίδαξε σε ιδιωτικά σχολεία (Λύκεια Βάσκα και Μπαρμπίκα και Εκπαιδευτήρια Δούκα). Παράλληλα ασχολήθηκε και με την παιδική λογοτεχνία. Στα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μάνου Φαλτάιτς (Σκύρου) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1964 από τον Μάνο Φαλτάιτς –πρόκειται δηλαδή για ένα από τα πρώτα λαογραφικά και ιστορικά μουσεία της Ελλάδας– και στεγάζεται στο παλαιό νησιωτικό αρχοντικό της οικογένειας Φάλνταη (προγόνων του ιδρυτή) που είναι κτισμένο… …   Dictionary of Greek

  • Ману, Раллу — Раллу Ману греч. Ραλλού Μάνου Род деятельности: танцовщица Дата рождения …   Википедия

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”